- ἐκτείνων
- ἐκτείνωstretch outpres part act masc nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
βραχίονας — Στον όρο αυτό αντιστοιχούν γενικά οι ανατομικές περιοχές του κυρίως β., του αγκώνα και του αντιβραχίονα, που μαζί με τον ώμο, τον καρπό και το ακράχερο αποτελούν το άνω άκρο. Στον κυρίως β., ο σκελετός του οποίου αποτελείται από το βραχιόνιο οστό … Dictionary of Greek
εκτατικός — ή, ό (Α ἐκτατικός, ή, όν) νεοελλ. ο σχετικός με την έκταση («εκτατική επιφάνεια», «εκτατικοί ή εκτατήρες μύες») μσν. επίρρ. ἐκτατικῶς με έκταση βραχέος φωνήεντος σε μακρό αρχ. 1. ο εκτείνων, αυτός που αναφέρεται στην έκταση 2. αυτός που έχει την… … Dictionary of Greek
κερκίδα — I (Αρχαιολ.). Όρος της αρχαίας ελληνικής αρχιτεκτονικής, που αναφέρεται στα τμήματα σφηνοειδούς μορφής του κοίλου των αρχαίων ελληνικών θεάτρων, που περιλάμβαναν τα καθίσματα για τους θεατές. Οι κ. διαχωρίζονταν οριζόντια με τα διαζώματα (τους… … Dictionary of Greek
ԱՂԵՂՆԱՒՈՐ — (ի, աց.) NBH 1 0037 Chronological Sequence: 6c, 7c, 8c, 10c, 12c ա.գ. τοξότης, τοξεύων, ἑκτείνων sagittarius, jaculator Որ գիտէ վարել եւ լարել զաղեղն. նետաձիգ. նետող. պատերազմական, եւ որսորդ. աղեղ բանեցնօղ, նետ ձգօղ. ... *Աճեաց, եւ եղեւ աղեղնաւոր … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)
ԼԻԱՁԻԳ — ( ) NBH 1 0885 Chronological Sequence: Early classical, 12c ա. ἑκτείνων extendens. որ լիուլի քարշելով զաղեղն՝ ձգէ զգետ. եւ ՔՕաջ լարեալ (աղեղն). լիագիրկք, եւ լիալիճ. հաստաձիք. *Որդիք եփրեմի լիաձիգ եւ պնդաձիգք. Սղ. ՟Հ՟Է. 9: *Կապարճեալք եւ իաձիգք … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)